- ἀποχειροβίοτος
- ἀποχειροβίωτοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποχειροβίοτος — η, ο αυτός που ζει από τη δουλειά των χεριών του, ο βιοπαλαιστής: Σ όλη του τη ζωή είχε μείνει εργάτης αποχειροβίοτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)